ἐυτρήτου

ἐυτρήτου
εὔτρητος
well-pierced
masc/fem/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”